θρεπτήριος

θρεπτήριος
θρεπ-τήριος, ον,
A feeding, nourishing,

μαστός A.Ch.545

.
II πλόκαμος Ἰνάχῳ θ. hair dedicated as a thank-offering to Inachus, ib. 6.
III Subst. θρεπτήριον, τό,= θρεπτάριον, PLond.5.1708.248 (vi A.D.).
2 pl., θρεπτήρια, τά, reward for rearing, made to nurses by parents, h.Cer.168,223; also, return made by children for their rearing ([dialect] Att. τροφεῖα), Hes.Op.188, Ael.VH2.7.
b nourishment, τὰ . . νηδύος θ. S.OC1263.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θρεπτήριος — θρεπτήριος, ον (ΑΜ) [θρεπτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον τόπος διατροφής και ανατροφής αρχ. 1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός 2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί 3. τα προς το ζην, η τροφή 4. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτήριος — feeding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτήριον — θρεπτήριος feeding masc/fem acc sg θρεπτήριος feeding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτηρίου — θρεπτήριος feeding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτήρια — θρεπτήριος feeding neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”